Thursday 23 September 2010

Η αδρωπιά του Κυπραίου

Που 'σαι ρε γάρε ρατσιστή άχρηστε τζιαι αμπάλατε Κυπραίε, που μόνο το δικό σου τομάριν έshιει αξία! Είσαι δαμέ σε τούντον τόπον τον όμορφο που τα ήβρες ούλλα εύκολα τζιαι παίζεις το υπεράνω.

Θυμάστε τζείντες μέρες του καλοτζαιρκού, πρέπει να ήταν Ιούλης, που είχαμεν υπο σκιάν 48 βαθμούς τζιαι μέσα στον λλάλλαρον μάλλον 55; Ε, τζείντες καυτές μέρες, είχα υποχρέωση να γυρίζω κάτω στη Λαική Γειτονιά μιαν πολλά καλήν μου φίλην Εγγλεζούαν, που ήρτεν να δεί τη φιλοξενίαν των Κυπραίων. Ήταν τυχερή, επειδή εν ψηλή τζιαι λεπτή, ξανθούα, κοτshινούα τζιαι γεναίκα, τζιαι έτυχεν πάσας καλής φιλοξενίας που ούλλους τους Κυπραίους που εδώκαν πάνω της όσον ήταν Κύπρο.

Περπατούμεν που λέτε στα στενά δρομούθκια, η πυρά να μας φακκά να φυρτούμεν, τζιαι όι μόνον επίναμεν νερό με την σέσουλα, εshιονόναμεν το πουπάνω για να αντέξουμε. Ξαφνικά, θωρούμεν χαμέ ενα μαυρή φυρμένο. Αρχικά εν διώ σημμασία, λαλώ εν κανένας μεθυσμένος. Είχα έννοια όμως τζιαι εξαναστράφηκα πίσω. Ένας άνθρωπος χαμέ, λιπόθυμος να ψήνεται κυριολεκτικά σαν το αυκό μες το τηάνι. Θωρώ ψηλά, ο ήλιος ακριβώς απέναντί του. Εν ήξερα κάν αν ανάπνεε. Οι περαστικοί ΟΥΛΛΟΙ, απλά να προσπερνούν, να κοιτάζουν μεν, αλλά να φεύκουν δε βιαστικά, ο καθένας στη δουλειά του. "Ου γαμώ το λαλώ, εννα πεθάνει ο άθρωπος, πρέπει να κάμω κάτι''. Αφήνω την Εγγλεζούαν τζιαι λαλώ της πως πρέπει να βοηθήσουμε γιατί εννα πεθάνει. Shύφκω πουπάνω του να δώ αν αναπνέει τζιαι εν νιώθω τίποτε. Πιάνω αμέσως την αστυνομία να με ενώσει με την άμπουλαν να έρτει να δούμε. Ώσπου να εξηγηθούμεν επέρασεν τζιαι έναν τέταρτο, τζιαι ώσπου να έρτουν ακόμα 1 ώρα!!!!!!!!!!!!! Αγχώθηκα εγώ, έπιασα ξανά να μου πούν τί να κάμω τζιαι είπαν μου απλά έρκουνται, ούτε καν οδηγίες για πρώτες βοήθειες οι άχρηστοι του νοσοκομείου, εν ηξέραν να μου πούν. Πιάνω τον Τριολογιατρόν τζιαι εξηγά μου τί να κάμω με το ννού τζιαι με το σσού, βρίσκω παλμό, αλλάσσω του στάση, ξεκουμπώνω πουκάμισα, βάλλω του νερό, εβοήθαν τζιαι η Εγγλεζούα μου πανικόβλητη, κάμνω ότι περνά που το shέρι μου, φωνάζω τζιαι για βοήθεια τζιαι μαντέψετε, όι μαντέψετε!

Μαζεύκουντε κάμποσοι γυρώ μου, τζιαι εν τζείζει κανένας πάνω λες τζιαι εννα κολλήσουν λέπρα. Ούτε μια μπουκκάλα με νερό να μου φέρουν. Ο άθρωπος εν ανάπνεεν κάν, εν εποφύρνετουν, αλλά είshιε σγυφμό, οπόταν ήταν ζωντανός. Εν ηξέρω αν ήπιεν θέμας πρίν, αλλά όπως τζιαι να έshιει την υποθερμία εννα την έπαθεν τζιαι ήταν να πεθάνει μέσα στο λλάλλαρον. Έρκεται ένας Ρωσσο-Πόντιος μαλακοπίτουρας τζιαι αντινάσσει του μιαν κλωtchιάν τάχα να συνέλθει. Βάλλω φωνές εγώ τζιαι έρκουνται ακόμα τρείς Κυπραίοι τζιαι αρκέφκουν να γελούν."Άιστον τζιαμε τον ππεζεβέγκη, να πάει τζιαι να μεν κανέσει ο ππουshτόμαυρος, εγεμώσαν την Κύπρο!'' Έσβησα εγώ, άρκεψα να μαλλώνω μαζί τους τζιαι τζείνοι άρκεψαν να τον κλωτσούν. Εβούρησεν μια καλή γυναίκα που το δίπλα κατάστημα τζιαι εβοήθησέν με τζιαι εθκιώξαμέν τους τζιαι εσυνεχίσαμεν το σχέδιον διάσωσης του μαυρή. Ξέρετε ήταν το χρώμα το πρόβλημα. Αν ήταν άλλο χρώμα, εν θα υπήρχεν πρόβλημα. Το θέαμα να συνεχίζεται για πολλούς περαστικούς τζιαι απλά να γελούν ή να θωρούν τζιαι να μεν σταματά κανένας τζιαι εβλαστημούσα την ώρα τζιαι τη στιγμή που εγεννήθηκα Κυπραία. Για κάποιους ήταν πολλά αστείο φαίνεται!

Μετά που μιαν ώρα ήρτεν τζιαι η άμπουλα, ο άθρωπος ανάπνεεν αλλά εν επικοινώναν, ούτε άνοιεν τα μμάθκια του, χάρις όμως στις δικές μας προσπάθειες. Με τον χαβά τους οι αμπάλατοι οι νοσοκόμοι, τί μας λαλούν: "Καλάν εφωνάξετέ μας για τον μαύρον; Έχουμεν τόση δουλειά!'' ΕΠΙΑΝ ΜΕ ΤΑ ΙΧΛΙΧΛΙ. Επειδή εν μάυρος, αλλοδαπός whatever εν έshειε δικαίωμα περίθαλψης; Κάτσε τζιαμέ άλλην τόσην ώρα να τους πείσεις να του παρέχουν πρώτες βοήθειες τζιαι να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο. Μάλιστα ''απειλήσαν'' με πως θα φέρουν και το αλλοδαπών μπας τζιαι εν παράνομος! Ότι θέλουν ας κάμουν , φτάνει να εν ζωντανός ο άνθρωπος. Shύλλος αν ήταν, ήταν να εσταμάταν κάποιος να βοηθήσει! Επήραν τον εντέλει στο νοσοκομείο!

Εν το γράφω τούτο για να μου πείτε μπράβο, γράφω για να πω σε έτσι είδους ανθρώπους πως το να είσαι υπεράνω, εν έshιει να κάμει με το χρώμα σου, ούτε με τα ρούχα που φορείς. Εαν ήταν η μάνα σου ή η γκόμενά σου, ο παππούς σου ή ο shύλος σου χαμέ στο δρόμο τζιαι εν εσταμάταν κανένας να βοηθήσει ήταν να σου άρεσκε; Εν έshιει κανένας αδρωπιά πλέον; Ντροπή σου γάρε, μαννέ, χώρκατε Νεοέλληνα ναζί!